ΣΚΕΨΕΙΣ

Ζαραλίκο, η Σάσα θέλει το καλό σου

Μονταρισμένες φωτογραφίες, έργα τέχνης που αφαιρέθηκαν από μουσεία και εκθέσεις, κατεστραμμένα μνημεία, μαυρισμένα κείμενα, και καλλιτέχνες, ή και δημοσιογράφοι που συνελήφθησαν, φυλακίστηκαν, ή δολοφονήθηκαν, είναι μερικές από τις πιο συνήθεις μορφές λογοκρισίας, φίλε μου Πιτσιρίκο.

Η λογοκρισία, ήταν, είναι, και θα είναι, ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά ενός απολυταρχικού καθεστώτος, και όχι μόνο.

Κυβερνήσεις, πολιτικές και θρησκευτικές ομάδες, κοινωνικά δίκτυα, όπως το Facebook και το Twitter, ακόμα και πολιτιστικοί οργανισμοί, χωρίς ίχνος ντροπής ή αμηχανίας, λογοκρίνουν, ακυρώνουν, και λασπολογούν, οποιαδήποτε δημιουργική προσπάθεια πηγαίνει κόντρα στο αφήγημά τους, ή στην ιδεολογία τους, σε καθημερινή βάση.

Πολλοί νομίζουν ότι η λογοκρισία τελείωσε με τον Ψυχρό Πόλεμο, ή ότι είναι πιο δύσκολο σήμερα, που έχουμε το ίντερνετ. Κάτι τέτοιο, φυσικά, δεν ισχύει στην πραγματικότητα.

Η λογοκρισία στις μέρες μας, είναι πιο εύκολη από ποτέ, και πιο διαδεδομένη από ποτέ, αφού πλέον γίνεται σε μεταβιομηχανικό επίπεδο με τον έλεγχο των μέσων ενημέρωσης, τόσο των τηλεοπτικών όσο και των ιντερνετικών, από ιδιωτικά συμφέροντα πλούσιων.

Τα θύματα της λογοκρισίας είναι συνήθως καλλιτέχνες, ακτιβιστές, αντιεξουσιαστές, και δημοσιογράφοι -κυρίως αυτοί που κάνουν καλά την δουλειά τους-, αφού το ζουμί της λογοκρισίας είναι η αποσιώπηση οποιασδήποτε αμφισβήτησης απέναντι σε επιχειρηματικά συμφέροντα, απέναντι σε κοινωνικές και θρησκευτικές νόρμες, δηλαδή, απέναντι σε απόψεις που ασκούν κριτική στο κυρίαρχο πολιτικό, κοινωνικό, και θρησκευτικό κατεστημένο.

Με απλά λόγια, η λογοκρισία απευθύνεται σε μεγάλο βαθμό σε όσους ασκούν κριτική στην εξουσία, την εκκλησία, και τους πλούσιους.

Χώρες με εθνικιστικές κυβερνήσεις, ειδικά σε κάποιες από αυτές όπου η θρησκεία και η πολιτική συγχέονται, χρησιμοποιούν τον κρατικό μηχανισμό για να καθορίσουν το τι είναι επιτρεπτό στον δημόσιο χώρο, και το τι δεν είναι.

Το επίπεδο του φανατισμού -το οποίο είναι άμεση συνάρτηση της ποσότητας της μάσας δημοσίου χρήματος-, και το κατά πόσο ουσιώδες μήνυμα περιέχει το λογοκρινόμενο έργο, καθορίζουν και το επίπεδο της λογοκρισίας του.

Όσο πιο ουσιώδες το μήνυμα, τόσο πιο σκληρή μορφή λογοκρισίας. Αν ο καλλιτέχνης, ο ακτιβιστής, ο ιθαγενής, ή ο δημοσιογράφος, χτυπήσουν φλέβα και θέλουν να το εκφράσουν προς τα έξω και να το μοιραστούν με άλλους, οι λογοκριτές τους δεν το έχουν σε τίποτα να τους δουν σε κάνα χαντάκι.

Στην Ελλάδα, όπου η θρησκεία και η πολιτική όχι απλά συγχέονται, αλλά ταυτίζονται, δεν είμαστε καθόλου ξένοι στην λογοκρισία, αφού υπάρχουν αρκετά παραδείγματα τόσο από την πρόσφατη, όσο και από την προγενέστερη ιστορία μας.

Άλλωστε, η αγάπη της χώρας μας για την λογοκρισία, είναι αυτή που την έχει φέρει στην 70η θέση του δείκτη της ελευθερίας του τύπου, μεταξύ 180 χώρων, 9 ολόκληρες θέσεις πάνω από το Κιργιστάν, και 20 ολόκληρες θέσεις πάνω από την Βόρειο Μακεδονία.

Μπράβο μπατριώτες, τους σκίσαμε πάλι!

Αλλά, πριν πανηγυρίσετε και γι’ αυτή την σπουδαία νίκη του έθνους, να σας ενημερώσω ότι βρισκόμαστε καμία δεκαριά θέσεις πίσω από τον Νίγηρα, και την Γεωργία, και πάνω από είκοσι θέσεις πίσω από την Μποτσουάνα, και την Μπουρκίνα Φάσο, που βρίσκονται στην 38η και 37η θέση διαδοχικά, στον δείκτη που μετρά την ελευθερία του τύπου.

Είμαστε πολύ πίσω.

Βλέπετε, η λογοκρισία δεν σταμάτησε στην Χούντα, ούτε ξεκίνησε από αυτή, ενώ φυσικά, δεν περιορίζεται μόνο στον τύπο.

Μάλιστα, μια από τις πιο συνήθεις μορφές κρατικής λογοκρισίας, είναι η υποχρηματοδότηση του πολιτισμού εν γένει, ή ο διορισμός ανθρώπων με αμφιλεγόμενο έργο σε ανώτατα αξιώματα πολιτιστικών θεσμικών οργάνων.

Και είναι τόσο δημοφιλής αυτή η στρατηγική για τους κυβερνώντες, επειδή κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει μια κυβέρνηση που μείωσε τον προϋπολογισμό του υπουργείου πολιτισμού, για φίμωση, μιας και η υποχρηματοδότηση δεν απευθύνεται σε κάποιον συγκεκριμένο καλλιτέχνη, ή ιδεολογία, αλλά σε όλους.

Κάτι παρόμοιο ισχύει και για τους διορισμούς, οι οποίοι δεν είναι τίποτε άλλο από τις μαριονέτες που προσλαμβάνει μια κυβέρνηση για να κατευθύνει η ίδια το που θα διατεθούν οι πόροι για τον πολιτισμό.

Θεατρικές παραστάσεις, βιβλία, και εκθέσεις έργων τέχνης, είναι συνήθεις στόχοι των ακραίων θρησκευτικών, αλλά και εθνικιστικών ομάδων -ο τέντζερης και το καπάκι ένα πράμα-, όπου τα μέλη τους βρίσκουν ευκαιρία να εκφραστούν ελεύθερα, εις βάρος της ελευθερίας έκφρασης κάποιων άλλων.

Για πολλούς, η ουσία της ελευθερίας της έκφρασης είναι ότι μπορείς να λες ό,τι σου κατέβει, κάτι βέβαια που είναι παντελώς ηλίθιο, και ερμηνεία επιπέδου νηπιαγωγείου.

Η ελευθερία της έκφρασης δεν σημαίνει ότι μπορείς να λες ό,τι γουστάρεις. Η ελευθερία της έκφρασης σημαίνει ότι έχεις το δικαίωμα να λες, να εκφράζεσαι. Το περιεχόμενο, το τι θα πεις και το τι θα εκφράσεις, είναι ένα άλλο θέμα. Γι’ αυτό, και οι νόμοι κατά του ρατσιστικού λόγου δεν λειτουργούν ενάντια στην ελευθερία της έκφρασης, αλλά υπέρ της.

Όπως διαφορετικό είναι να πεις κάτι με λόγια, από το να το εκφράσεις με πράξεις. Απ’ όσο γνωρίζω, κάνεις δεν πήγε ποτέ φυλακή επειδή είπε σε κάποιον “θα σε σκοτώσω”.

Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές οι νόμοι που προστατεύουν την ελευθερία της έκφρασης διατηρούν μια ασάφεια, σε ότι αφορά το περιεχόμενο, κάτι που βολεύει τους λογοκριτές, οι οποίοι σπεύδουν να δώσουν την δική τους δικανική ερμηνεία.

Η ασάφεια, όμως, του νομοθέτη δεν έχει πάντα σκοτεινά κίνητρα, αφού μπορεί να υπάρχει εσκεμμένα για να διευρύνει τα όρια της ελευθερίας της έκφρασης, παρά τα όρια της απαγόρευσής της.

Το θεμελιώδες δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, όμως, δεν λειτουργεί για να προφυλάξει την ελευθερία κάθε πυροβολημένου να εκφράσει την χολή που έχει μέσα του απέναντι σε όσους δεν συμφωνούν με αυτόν, ή απέναντι σε όσους ασκούν κριτική σε κοινωνικά θέματα, θεσμούς, και ιδεολογίες, με τις οποίες ο ίδιος ταυτίζεται, αλλά για να διασφαλίσει και να προφυλάξει το δικαίωμα της έκφρασης των αδύναμων, από τους περιορισμούς και την καταστολή της εξουσίας.

Άλλο το ένα, άλλο το άλλο.

Ωραία όλα αυτά, αλλά ο Ζαραλίκος που κολλάει σε όλα αυτά και μας τον κότσαρες φωτογραφία, θα αναρωτηθεί κανείς, και θα έχει δίκιο. Πού κολλάει η λογοκρισία, η ελευθερία της έκφρασης και του τύπου, και το περιστατικό που έγινε στην παράσταση του Ζαραλίκου, όπου μια τηλεπερσόνα και οι προσωπικοί της φύλακες αποφάσισαν να διακόψουν την παράσταση και να τα ψάλλουν στον καλλιτέχνη επί σκηνής;

Πριν μερικές ημέρες, μια τυχάρπαστη τηλεπερσόνα και οι μπράβοι της, ανέβηκαν πάνω στην σκηνή μιας ζωντανής παράστασης στο θέατρο Τζένη Καρέζη, διακόπτοντας την παράσταση του Χριστόφορου Ζαραλίκου “1821-2021, Διακόσια Χρόνια Δανεικά”, για να διαμαρτυρηθούν, λέει, για ένα κομμάτι του προγράμματος με το οποίο είχαν μια ένσταση, και έπρεπε να την λύσουν εκείνη την στιγμή, παρά να περιμένουν το τέλος της παράστασης και να μιλήσουν στον καλλιτέχνη προσωπικά, ή το να περιμένουν να τελειώσει η παράσταση, και να στείλουν ένα μέιλ μετά, από την άνεση του σπιτιού τους, στους δημιουργούς της παράστασης, επικρίνοντάς τους για τα λάθη και τις παραλείψεις της.

Ή, γιατί όχι, αν αισθάνεται κανείς πολύ έντονα για κάτι που ειπώθηκε στην παράσταση, να γράψουν και μια επιστολή προς δημοσίευση στο ίντερνετ, ή και σε εφημερίδες και περιοδικό τύπο, όπου θα ασκούν δριμεία κριτική στην παράσταση του Ζαραλίκου, σημειώνοντας τις παραλείψεις και τα λάθη που θεωρούν σημαντικό για μας να γνωρίζουμε, ή έτσι, από κάποια βαθιά αίσθηση αδικίας, ώστε να λάμψει η αλήθεια.

Ίσως, σε κάποια ουτοπία, η Σάσα Σταμάτη να έγραφε μια επιστολή στον Χριστόφορο Ζαραλίκο και στον Πιτσιρίκο, ασκώντας δημιουργική κριτική στο κείμενο, προτείνοντας τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να γίνει ακόμα καλύτερη, τόσο συγγραφικά, όσο και από άποψη εκτέλεσης, και ίσως, αν της επιτραπεί να είναι τόσο θαρραλέα, προτείνοντας και κάνα δυο αστεία δικά της, που της είχαν έρθει στον νου την ώρα της παράστασης.

Τώρα, για κάποιον που γνωρίζει πέντε πράγματα για την λογοκρισία στις μέρες μας, κεκαλυμμένη και απροκάλυπτη, κρατική, ή ιδιωτικών συμφερόντων, αυτό το περιστατικό είναι ένα, ανάμεσα σε δεκάδες άλλα. Κάποιοι καχύποπτοι θα μπορούσαν να το εκλάβουν και ως μια προειδοποίηση, ένα ελαφρύ χτύπημα στον ώμο. Ενώ κάποιοι άλλοι, δεν θα έκαναν καν αυτή τη σύνδεση.

Είναι σίγουρα ένα πολύ ανησυχητικό περιστατικό, ένα δυνητικά επικίνδυνο περιστατικό, αλλά δεν είναι κάτι καινούργιο, ούτε κάτι σοκαριστικό.

Είναι κάτι αναμενόμενο.

Στο φινάλε, θα πει κάποιος, ούτε ξύλο έπεσε, ούτε διακομίστηκε κανείς στο νοσοκομείο από τραυματισμό, ούτε πυροβολισμοί πέσανε, ούτε η διακοπή ήταν αποτέλεσμα κάποιας οργανωμένης θρησκευτικής ή πολιτικής ομάδας, κάτι το οποίο εγγυάται τα κλικ και τον ντόρο, ούτε θα εμποδιστεί ο Χριστόφορος Ζαραλίκος από το να συνεχίσει τις παραστάσεις του στο θέατρο Τζένη Καρέζη.

Αυτό που κάνει το περιστατικό αυτό ανησυχητικό, σε σχέση και με άλλα παρόμοια περιστατικά, είναι η σιωπή.

Θέλει αίμα το κοινό, αίμα και καταστροφή, και κουτσομπολιό, πολύ κουτσομπολιό, αλλιώς τσάμπα η λεζάντα, ποιος ασχολείται. Δε βαριέσαι.

Στην χώρα που το βρακί της γειτόνισσας γίνεται θέμα προς πολύωρη συζήτηση σε εικονικά τηλεοπτικά παράθυρα, στην χώρα που η τρίχα γίνεται τριχιά και που χύνονται οκάδες μελάνι για τις κόντρες Μητσοτάκη-Τσίπρα, για το αν φταίει περισσότερο αυτός που υπέγραψε και τα τρία μνημόνια, ή αυτός που υπέγραψε μόνο το τρίτο, και όπου κάθε φορά που ποστάρει στο Facebook η Έλενα Ακρίτα πέφτει το ίντερνετ, στην χώρα αυτή, όπου στήλες επί στηλών γράφονται για το φόρεμα που φόρεσε η Μαρέβα στην δεξίωση, η είδηση της διακοπής μιας θεατρικής παράστασης από μια τηλεπερσόνα και τους μπράβους της, φαίνεται να μην συγκίνησε και πολύ.

Λογικό, θα πει αυτός κάποιος, αφού στο φινάλε, ούτε ξύλο έπεσε, ούτε πυροβολισμοί, ούτε συνελήφθη κανείς.

Πού είναι το αίμα; Πού είναι η καταστροφή; Και επομένως, πού είναι το πρόβλημα;

Έτσι είναι, αν έτσι νομίζεις. Είναι μια εύκολη κριτική, από κάποιον που έχει μάθει να παρατηρεί την βία μόνο ως θέαμα.

Πέρα από την σχετική σιωπή, ο λόγος που η τηλεπερσόνα και οι μπράβοι της επιχείρησαν να διακόψουν την παράσταση, δεν ήταν κάποια προσβλητική φράση του καλλιτέχνη προς την τηλεπερσόνα, ούτε προς τους μπράβους της, δεν ήταν καν κάποια ιδεολογική διαφορά, ή στο φινάλε, κάποια ανακρίβεια ή αναλήθεια που ξεστόμισε ο καλλιτέχνης στην παράσταση. Όχι, δεν ήταν τίποτα απ’ όλα αυτά.

Ο λόγος που η τηλεπερσόνα και οι μπράβοι της διέκοψαν την θεατρική παράσταση και ανέβηκαν στην σκηνή για να επικρίνουν τον καλλιτέχνη την ώρα της ζωντανής παράστασης, ήταν για να του ζητήσουν τον λόγο για την εξής φράση: “εάν δεν μας έδιναν λεφτά οι Άγγλοι, θα έπρεπε να τα βρει ο Μιαούλης με το πλοίο του, το “Γκιαούρ- One””

Αυτό που ενόχλησε δηλαδή την τηλεπερσόνα και τους μπράβους της, ήταν ότι ο Ζαραλίκος, ως ΑΕΚτζής που είναι γνωστό πως είναι, δεν επέκρινε τον ολιγάρχη εφοπλιστή ιδιοκτήτη της δικής του αγαπημένης του ομάδας, Δημήτρη Μελισσανίδη, αλλά λοιδορεί τον ολιγάρχη εφοπλιστή ιδιοκτήτη της ομάδας της τηλεπερσόνας και των μπράβων της -αφού, γιατί να διαμαρτυρηθείς για ιδιοκτήτη ομάδας που δεν υποστηρίζεις- που η τύχη θέλει να είναι ο Βαγγέλης Μαρινάκης, ο οποίος εκτός από ιδιοκτήτης της ομάδας της τηλεπερσόνας και των μπράβων της, και προσωπικός της φίλος, είναι επίσης και ιδιοκτήτης ιδιωτικών καναλιών στην τηλεόραση, και εφημερίδων, αλλά όχι του καναλιού που εργάζεται η τηλεπερσόνα, το οποίο ανήκει σε έναν άλλο ολιγάρχη ιδιοκτήτη ομάδας και τηλεοπτικού καναλιού και εφημερίδων, τον Δημήτρη Κοντομηνά. Η τηλεπερσόνα και οι μπράβοι της έσπευσαν λοιπόν να υπερασπιστούν την τιμή και υπόληψη του Βαγγέλη Μαρινάκη, ο οποίος για όσους δεν γνωρίζουν, εκτός από ολιγάρχης εφοπλιστής ιδιοκτήτης ομάδας και τηλεοπτικών σταθμών, είναι και κουμπάρος του ανιψιού του πρωθυπουργού της χώρας και δήμαρχου Αθηνών, Κώστα Μπακογιάννη, και ο οποίος -ο ολιγάρχης, όχι ο δήμαρχος- παράλληλα βρέθηκε και κατηγορούμενος στην μεγαλύτερη υπόθεση εμπορίας ηρωίνης στην Ευρώπη, αφού το πλοίο στο οποίο μεταφερόταν πάνω από δύο τόνοι ηρωίνης, ονόματι Noor One, ήταν δικής του ιδιοκτησίας, αλλά τελικά δεν έγινε ποτέ η δίκη για την μεγαλύτερη υπόθεση ναρκεμπορίας στην Ευρώπη, αφού περισσότερο από 7 χρόνια καθυστέρησης της δίκης λόγω των αλλεπάλληλων παραιτήσεων δικαστών και εισαγγελέων, ήταν αρκετά ώστε οι 10 μάρτυρες της υπόθεσης να καταλήξουν όλοι νεκροί, από διάφορα φυσικά αίτια και ατυχήματα.

Η τηλεπερσόνα και οι μπράβοι της, δηλαδή, δεν ανέβηκαν στην σκηνή για να φιμώσουν τον Χριστόφορο Ζαραλίκο, ούτε για να απαγορεύσουν την παράσταση, ίσα ίσα, ήθελαν να την κάνουν καλύτερη!

Ήθελαν να πουν στον Χριστόφορο, πως, αν είναι φουλ αναρχία και σωστός αριστερός, πρέπει να έχει από ένα αστείο για κάθε ολιγάρχη εφοπλιστή ιδιοκτήτη ομάδας και τηλεοπτικών καναλιών και εφημερίδων -μεταξύ άλλων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων-, για όλους. Ένα για τον Βαγγέλη Μαρινάκη, ένα για τον Δημήτρη Μελισσανίδη, ένα για τον Δημήτρη Κοντομηνά, ένα για τον Βαρδινογιάννη, ένα για τον Λάτση, ένα για τον Λασκαρίδη, και λοιπά και λοιπά και λοιπά.

Θύμωσαν από την αδικία Χριστόφορε! Θύμωσαν επειδή κάνεις διακρίσεις και είσαι ρατσιστής απέναντι σε συγκεκριμένους πλούσιους ολιγάρχες που στοχοποιείς συστηματικά, ενώ αφήνεις άλλους στο απυρόβλητο.

Η Σάσα Σταμάτη και οι μπράβοι της θύμωσαν, επειδή περίμεναν περισσότερα από σένα Χριστόφορε.

Και πού καταλήγουν όλα αυτά, θα αναρωτηθεί κανείς;

Καταλήγουν στο ότι είναι θλιβερό θέαμα να βλέπεις την πλέμπα να υπερασπίζεται την τιμή των ολιγαρχών εφοπλιστών ιδιοκτητών ομάδων και ιδιωτικών καναλιών και εφημερίδων, ωσάν να προσβάλλεται η δική τους τιμή και η δική τους υπόληψη.

Είναι θλιβερό, άνθρωποι που δουλεύουν για να ζήσουν, να μαλώνουν και να σφάζονται για το ποιος πλούσιος ολιγάρχης είναι ο καλύτερος.

Είναι τριπλά θλιβερό, όταν δώδεκα χρόνια μετά την χρεοκοπία της χώρας, που οδήγησε στην φτωχοποίηση του ελληνικού λαού και το ξεπούλημα της περιουσίας του -αλλά έκανε ακόμα πλουσιότερους τους Έλληνες ολιγάρχες-, να καβγαδίζουν οι χρεοκοπημένοι, προς όφελος αυτών που τους οδήγησαν στην χρεοκοπία.

Προς όφελος αυτών που τους διατηρούν στην χρεοκοπία.

Και τέλος, είναι θλιβερό, επειδή αυτό που έγινε στην παράσταση του Ζαραλίκου είναι ένα ξεκάθαρο δείγμα πολιτιστικής σαπίλας, και πνευματικής αποσύνθεσης, η οποία είναι άμεση απόρροια της υποβάθμισης του πολιτισμού, προς όφελος του φθηνού θεάματος, ψηφιακού ή άλλου. Μιας υποβάθμισης που πάει χέρι χέρι με την λογοκρισία, την φίμωση αυτών που ασκούν κριτική στην εξουσία, και την καταβαράθρωση της ελευθερίας της έκφρασης σε νέα χαμηλά.

Γιατί αν σπείρεις ανέμους, θα θερίσεις θύελλες.

Εκεί κολλάει.

Από το μακρινό Αμστελόδαμο της Ολλανδίας, που φιγουράρει 6η στην ελευθερία του τύπου παρά την δολοφονία δημοσιογράφου, οπότε φαντάσου τι γίνεται, με αγάπη,

Κώστας

(Φίλε Κώστα, δεν επέμενα τυχαία τόσα χρόνια πως θα πρέπει να κάνουμε τα δικά μας ΜΜΕ. Αλλά αποδείχτηκε πως σχεδόν όλοι ψάχνουν για αφεντικό. Και έτσι έχουμε ακόμα και ανθρώπους που δηλώνουν πως είναι κομμουνιστές να δουλεύουν για την Μαφία. Πάντως, η Μαφία δεν αρκείται στο να ελέγχει τα ΜΜΕ και την εκάστοτε κυβέρνηση· η Μαφία θέλει να ελέγχει και τι θα λέγεται στα θέατρα, η Μαφία θέλει να ελέγχει και τι θα γράφεται στο Διαδίκτυο, ενώ η Μαφία θέλει και να την αγαπάμε. Τραγική η σιωπή των περισσότερων ηθοποιών, συγγραφέων και καλλιτεχνών για τους μπράβους που ανέβηκαν στη σκηνή του θέατρου Τζένη Καρέζη και διέκοψαν την παράσταση του Χριστόφορου Ζαραλίκου· βέβαια, αυτό θα γυρίσει πάνω τους και θα σκούζουν αλλά τότε θα είναι αργά. Για τους δημοσιογράφους δεν το συζητάω, είναι οι πιο πουτάvες από τις πουτάvες. Κώστα, τα άλλα θα τα πούμε στα podcast. Άλλωστε, τα έχουμε πει και τα έχουμε γράψει σχεδόν όλα. Να είσαι καλά. Την αγάπη μου.)

Πηγή: pitsirikos.net